Άρθρο του Βουλευτή Φθιώτιδας Θέμη Χειμάρα στην εφημερίδα
Ήδη από το καλοκαίρι, γίναμε μάρτυρες κλιμακούμενων ανατιμήσεων σε προϊόντα, καύσιμα και ενέργεια, οι οποίες συνεχίζονται έως και σήμερα.
Οι πρόσφατες μελέτες, μάλιστα, τοποθετούν το εύρος τους έως και την άνοιξη 2022, ενώ πιο συγκρατημένες φωνές κάνουν λόγο για επέκταση των επιπτώσεων που επιφέρουν οι αυξήσεις των τιμών σε όλο το 2022 και επιστροφή στην κανονικότητα από το 2023.
Σύμφωνα με τα δεδομένα του ενεργειακού χρηματιστηρίου, η μέση χονδρεμπορική τιμή ρεύματος αναβιώνει ένα συνεχές ένα σπριντ ανόδου, το οποίο συνεπάγεται αυξήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, τόσο στις τελικές τιμές καταναλισκόμενης ενέργειας από τους πολίτες, όσο και στην παραγωγή πρώτων υλών και βασικών αγαθών που με τη σειρά τους βαδίζουν στο δρόμο των ανατιμήσεων.
Σε Αμερική και Ηνωμένο Βασίλειο, διαδραματίζονται πρωτόγνωρες εικόνες στα μεγαλύτερα λιμάνια του κόσμου με δεκάδες χιλιάδες κοντέινερ να παραμένουν «κολλημένα» αναζητώντας προσωπικό για τη διανομή των αγαθών, αποτέλεσμα της ραγδαίας αύξησης της καταναλωτικής ζήτησης που ακολούθησε την άρση των περιορισμών κατά της πανδημίας σε όλο τον πλανήτη.
Το φυσικό αέριο εξακολουθεί να καταγραφεί υψηλότατες τιμές, η τιμή του σιδήρου έχει διπλασιαστεί, τα οικοδομικά υλικά καταγράφουν αυξήσεις τιμών στο 40%, οι τιμές των ειδών διατροφής παίρνουν και αυτές την ανιούσα.
Ενδεικτικά στη χώρα μας, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και ερευνών του λιανεμπορίου, μεταξύ άλλων, τα νωπά φρούτα εμφανίζουν τιμές αυξημένες κατά 13,31%, τα αμνοερίφια κατά 6,24%, το ελαιόλαδο κατά 11,8% και το ψωμί κατά 2,5 %.
Αν σε αυτά συνυπολογίσουμε την άρση των μέτρων στήριξης που προέβλεπαν αναστολή των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, καθώς και τα κόστη ενοικίασης και διαμονής των φοιτητών που επέστρεψαν στη δια ζώσης παρακολούθηση, γίνεται απόλυτα
αντιληπτή η μεγάλη και σε πολλές περιπτώσεις, δυσβάσταχτη οικονομική επιβάρυνση στο μέσο ελληνικό νοικοκυριό.
Είναι εφικτός ο περιορισμός και η καταστολή αυτού του δυναμικού και παγκόσμιου φαινομένου από το να μετεξελιχθεί σε μία νέα οικονομική και κοινωνική κρίση;
Η απάντηση είναι καταφατική, προϋποθέτει όμως να ληφθούν άμεσα γενναίες και τολμηρές πρωτοβουλίες σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Ελληνική Κυβέρνηση ορθά προχώρησε πολύ γρήγορα σε ένα πρώτο πακέτο μέτρων στήριξης των νοικοκυριών, ύψους 500 εκατομμυρίων ευρώ που αφορούν στον περιορισμό του οικονομικού αντίκτυπου που επιφέρει η τριπλή αύξηση στα καύσιμα. Έπεται φυσικά συνέχεια έως και την οριστική διαμόρφωση του προϋπολογισμού για το 2022, με δράσεις που αφορούν στην κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης πριν το 2023, ακόμη και την
πιθανότητα επιπρόσθετης μείωσης της προκαταβολής φόρου εφόσον οι δημοσιονομικές συνθήκες το επιτρέψουν.
Έχοντας, πάντα, ως βάση την ενίσχυση πρωτίστως των πιο ευαίσθητων, κοινωνικά και οικονομικά ομάδων, η Κυβέρνηση δεν παρατηρεί απλά τα γεγονότα, αντιδρά γρήγορα και διαρκώς, όποτε αυτό κριθεί αναγκαίο.
Παράλληλα, πρωτοστατεί για μία ακόμη φορά σε πρωτοβουλίες που αφορούν στην κοινή ευρωπαϊκή πολιτική συμμετέχοντας στη διαμόρφωση και υποστηρίζοντας προτάσεις, όπως αυτή της αγοράς φυσικού αερίου από την Ευρωπαϊκή Ένωση με τρόπο ανάλογο με αυτό της αγοράς εμβολίων, ώστε να προφυλαχθεί μελλοντική μεγαλύτερη αναταραχή στην παροχή
ενέργειας και το κόστος αυτής.
Στο τραπέζι του διαλόγου έστω και μεσοπρόθεσμα, θα πρέπει να προστεθεί επιπλέον, η μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης και του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, όπως τα τρόφιμα.
Η Ελλάδα παραμένει υψηλά στη λίστα των χωρών με τη μεγαλύτερη φορολογία, γεγονός που σαφέστατα επηρεάζει την αγοραστική δύναμη, την παραγωγική διαδικασία και την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού πρωτογενούς τομέα έναντι άλλων χωρών, αλλά και τη λειτουργία και βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, ιδίως των μικρομεσαίων.
Σε αυτό το σημείο όμως, η δυναμική της εκάστοτε Κυβέρνησης περιορίζεται, πιθανώς και να εξαντλείται, με δεδομένο ότι η παρούσα «κρίση της ακρίβειας» είναι γεωγραφικά και κοινωνικά γενικευμένη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως εκείνη η οντότητα που εμπεριέχει όλα τα μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας, που στέκεται ως ομπρέλα ανάπτυξης, προόδου αλλά και προφύλαξης από κοινωνικοοικονομικούς κινδύνους, οφείλει, επίσης, να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες.
Ενέργειες που θα αποσυμφορήσουν σημαντικά τα κράτη-μέλη, θα παράσχουν ευελιξία στη διαχείριση των πόρων και θα επιτρέψουν την ομαλή μετάβαση στη νέα κανονικότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται με το πέρας της πανδημικής κρίσης.
Η παρατήρηση και καταγραφή των γεγονότων, οι διπλωματικές επαφές και τα ενεργειακά επιδόματα δεν επαρκούν για να ανασχεθεί η αύξηση των τιμών στα αγαθά.
Η Ευρώπη θα πρέπει να προγραμματίσει τόσο προσεκτικά όσο και τάχιστα, τα επόμενα βήματα της με όρους συνέργειας και στόχο την ευημερία και την ανάπτυξη του συνόλου της Ένωσης και να απομακρυνθεί από πολιτικές που οδηγούν σε μία ΕΕ δύο ή και περισσότερων διαφορετικών
ταχυτήτων.
Comments